παρέλκων

παρέλκων
παρέλκω
draw aside
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παρέλκω — ΝΑ [έλκω] 1. παρελκύω, σέρνω κάτι στην άκρη 2. (για χρόνο) α) επιμηκύνω, παρατείνω («τὰ κατὰ τὸν κίνδυνον παρέλκειν ὀλίγας ἡμέρας», Πολύβ.) β) αναβάλλω («μηδὲν παρέλκων» χωρίς αναβολή) 3. ναυτ. σέρνω, ρυμουλκώ από την ξηρά με πάρολκο και αντίθετα …   Dictionary of Greek

  • παρελκόντως — ΜΑ επιρρ. εκ περισσού, κατά πλεονασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρέλκων, οντος, μτχ. τού ρ. παρέλκω + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

  • ՁԳՈՂԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0149 Chronological Sequence: 8c, 10c, 12c, 14c գ. ἐλκτικός, παρέλκων extracticus, attrahens προτείνων porrigens. որ եւ ՁԳԱԿԱՆ. Ձգիչ. քարշողական. եւ Կարկառիչ. քաշօղ, քաշելու. եւ երկնցընելու. *Ոչ ձեռն ձգողական: Կապարան ձգողական:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”